- δολιχόσκιον
- δολιχόσκιοςcasting a long shadowmasc/fem acc sgδολιχόσκιοςcasting a long shadowneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
GRADIVUS — Martis cognomentum a gradiendo, ut Festo placet, impositum, eo quod gradatim et per ordines in bellum eatur, aut certe a vibratione hastae, quod Graeci κραδαίνειν vocant. Homer. uttrum que coniungit de Marte loquens, Ἤϊε μακρὰ βιβὰς κραδάων… … Hofmann J. Lexicon universale
δολιχόσκιος — δολιχόσκιος, ον (Α) 1. φρ. «δολιχόσκιον ἔγχος» Όμ. που ρίχνει μακριά σκιά 2. μακρύς («δολιχόσκιος οὐρή», «δολιχόσκιος ἰός») … Dictionary of Greek
προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… … Dictionary of Greek